προεκτυπώνω

προεκτυπώνω
προεκτυπῶ, -όω, ΝΜΑ [ἐκτυπῶ]
νεοελλ.
εκτυπώνω, εκδίδω διά τού τύπου κάτι πριν από κάτι άλλο
(μσν.- αρχ.) δίνω μορφή, μορφοποιώ προηγουμένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”